History of the School
Η ιστορία της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ) συνυφαίνεται αυτήν του Ιδρύματος αλλά και της χώρας. Το Πολυτεχνείο ξεκίνησε το 1836 (31 Δεκεμβρίου 1836 με το παλιό ημερολόγιο ή 12 Ιανουαρίου 1837 με το νέο ημερολόγιο) ως ένα ταπεινό σχολείο για τεχνίτες, το «Σχολείον των Τεχνών», με μαθητές ηλικίας από 8 έως 40 ετών και με επικρατέστερες τις ηλικίες 11-15 ετών. Είναι σαφές ότι, στα πρώτα στάδιά του, το Πολυτεχνείο, όπως και τότε ονομαζόταν λαϊκά το «Σχολείον», δεν ήταν πανεπιστήμιο, ενώ την ευθύνη για τις υποδομές της χώρας είχε το στρατιωτικό σώμα του μηχανικού και μηχανικοί θεωρούνταν οι απόφοιτοι της στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων του κλάδου μηχανικού.
Το έμβλημα του ΕΜΠ φιλοτεχνημένο το 1954 από τον Νίκο Χατζηκυριάκο – Γκίκα. To ΑΩΛϜ είναι το έτος ίδρυσης του πολυτεχνείου (1836 — προσοχή, το τελευταίο γράμμα είναι δίγαμμα και όχι Ε, όπως έχει παραχαραχτεί σε πολλές μετέπειτα εκδόσεις του εμβλήματος). Ο Προμηθέας-Πυρφόρος συμβολίζει τη δημιουργία της γνώσης και της τεχνολογίας, και τον πόλεμο στην αμάθεια και στον σκοταδισμό. (Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, ο Τιτάνας Προμηθέας, γιος του Ιαπετού και πατέρας του Δευκαλίωνα, χάρισε στους ανθρώπους τη φωτιά, όπως επίσης τις Επιστήμες και τα Γράμματα, κρυφά απ’ τους θεούς).
Ο πρώτος σταθμός στη σταδιακή ανέλιξη του «Σχολείου» σε ανώτατο τεχνολογικό ίδρυμα είναι το 1887, όταν μετονομάζεται σε «Σχολείον των Βιομηχάνων Τεχνών» και ιδρύεται η Σχολή Πολιτικών Μηχανικών, η πρώτη σχολή μηχανικών στην ιστορία της χώρας, αλλά και η μητέρα όλων των άλλων σχολών του Πολυτεχνείου.
Το έμβλημα της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών φιλοτεχνημένο από τον Νίκο Χατζηκυριάκο – Γκίκα).
Το 1890 η Σχολή θα βγάλει τους πρώτους 13 διπλωματούχους της.
Το 1914 θα ακολουθήσει η μετονομασία του Ιδρύματος σε Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και η αναδιοργάνωση της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών.
Το 1977 έγινε βασική αναδιοργάνωση του προγράμματος σπουδών της Σχολής με την εισαγωγή πολλών νέων μαθημάτων και την ανάπτυξη τριών κατευθύνσεων σπουδών: Δομοστατικού Μηχανικού, Υδραυλικού Μηχανικού και Συγκοινωνιολόγου Μηχανικού. (Αργότερα, το 2004, προστέθηκε και η τέταρτη κατεύθυνση σπουδών του Γεωτεχνικού Μηχανικού).
Το 1982 ο νόμος-πλαίσιο 1268 άλλαξε ολοκληρωτικά το τοπίο στην ανώτατη εκπαίδευση με την κατάργηση των καθηγητικών εδρών, την εισαγωγή των Τομέων και την καθιέρωση βαθμίδων καθηγητών και διαδικασιών εξέλιξης τους. Η Σχολή απέκτησε νέα δυναμική, ιδίως στον τομέα της έρευνας που της έδωσε διεθνή αναγνώριση.
Η επόμενη τομή πραγματοποιήθηκε το 1998, με τη εισαγωγή των Διατμηματικών Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών στο ΕΜΠ. Η Σχολή Πολιτικών Μηχανικών ανέλαβε την οργάνωση και τον συντονισμό δύο από αυτά: «Επιστήμη και Τεχνολογία Υδατικών Πόρων» και «Δομοστατικός Σχεδιασμός και Ανάλυση των Κατασκευών»
Πρώτη Περίοδος (1887-1914)
Η Σχολή Πολιτικών Μηχανικών ιδρύθηκε με το νόμο 1541 (περισσότερο γνωστό με το ελληνικό σύστημα αρίθμησης, ΑΦΜΑ) του 1887 (20 Ιουνίου με το παλιό ημερολόγιο ή 2 Ιουλίου με το νέο ημερολόγιο). Με τον ίδιο νόμο ιδρύθηκε το «Σχολείον Βιομηχάνων Τεχνών» (ονομασία μάλλον εμπνευσμένη από τη γαλλική École Centrale des Arts et Manufactures), που στην αρχή πρακτικώς ταυτιζόταν με τη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών. Με το ιδρυτικό της διάταγμα, η Σχολή είχε στόχο να «παρασκευάζει μηχανικούς διά τε τας δημοσίας και ιδιωτικάς ανάγκας, καταλλήλλους προς κατασκευήν οδών, γεφυρών, σιδηροδρόμων, υδραυλικών έργων και οικοδομών» και τετραετή διάρκεια σπουδών. Το Σχολείον περιελάμβανε και την επίσης τετραετούς διάρκειας Σχολή Μηχανουργών, αλλά αυτή αρχικώς δεν θα λειτουργήσει (κυρίως λόγω έλλειψης ενδιαφερόμενων φοιτητών). Ενώ οι 13 πρώτοι φοιτητές της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών θα αποφοιτήσουν το 1890, οι πρώτοι τρεις διπλωματούχοι της Σχολής Μηχανουργών θα βγουν εννιά χρόνια αργότερα (1899).
Το προϋπάρχον «Σχολείον Καλών Τεχνών» που ήταν εγκατεστημένο στο κτήριο Αβέρωφ της οδού Πατησίων εντασσόταν ως παράρτημα και υπό την διεύθυνση του Σχολείου Βιομηχάνων Τεχνών. Θα αποσπασθεί και θα αυτονομηθεί το 1910 με τον νόμο ΓΧΙΑ. Επίσης το Σχολείον περιελάμβανε και την υποδεέστερη, διετούς διάρκειας, Σχολή Γεωμετρών και Εργοδηγών. Τα άλλα προϋπάρχοντα πρακτικά σχολεία («βάναυσων τεχνών» όπως ονομάζονταν σε αντιδιαστολή με αυτό των «καλών τεχνών») θα καταργηθούν και ο νόμος θα προβλέψει ότι οι απόφοιτοί τους μπορούν να γράφονται στη δεύτερη τάξη των σχολείων βιομηχάνων τεχνών.
Ο νόμος του 1887 για την ίδρυση του Σχολείου ήταν το αποτέλεσμα πολυετών προσπαθειών των καθηγητών της εποχής εκείνης για την δημιουργία Ιδρύματος Ανώτατης Εκπαίδευσης Μηχανικών.
Αναδιοργάνωση της Σχολής (1914-17)
Ο καθηγητής της Έδρας Λιμενικών Έργων της Σχολής Άγγελος Γκίνης ήταν η ηγετική προσωπικότητα (Διευθυντής του Σχολείου – σήμερα θα λέγαμε Πρύτανης) που σχεδίασε και υλοποίησε το τελικό βήμα της μετατροπής του Σχολείου σε Πανεπιστήμιο. Από το 1912, με τα πολλαπλά υπομνήματά του θα αναλύσει την υπάρχουσα κατάσταση και θα προτείνει σημαντικές μεταρρυθμίσεις που θα τελεσφορήσουν. Συγκεκριμένα, το 1914, με τον Νόμο 388, το Σχολείο θα αναγνωριστεί ως πανεπιστήμιο και θα μετονομαστεί σε Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Η Σχολή Μηχανουργών θα μετονομαστεί σε Σχολή Μηχανολόγων, ενώ θα ιδρυθούν και οι Σχολές Αρχιτεκτόνων και Ηλεκτρολόγων.
Οι μεταρρυθμίσεις Γκίνη θα συνεχίσουν, με τη συμβολή του καθηγητή Νίκου Κιτσίκη που κατείχε και τη θέση του Γενικού Διευθυντή Δημοσίων Έργων, με ένα δεύτερο μεταρρυθμιστικό για το ΕΜΠ νόμο, τον 980/1917, ο οποίος καθιέρωνε την πενταετή διάρκεια σπουδών στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών (ως τότε ήταν τετραετής), ίδρυε τις Σχολές Χημικών και Τοπογράφων Μηχανικών, και οργάνωνε με ακαδημαϊκό τρόπο τη διοίκηση των Σχολών καθιερώνοντας το θεσμό των Κοσμητόρων, επικεφαλής των Σχολών, και της Συγκλήτου. Την πρώτη περίοδo λειτουργίας της η Σύγκλητος αφιέρωνε μεγάλο μέρος των συνεδριάσεών της σε θέματα πειθαρχικού-παιδονομικού χαρακτήρα, ενώ λειτουργούσε και ως νομοπαρασκευαστικό όργανο για τα νομικά θέματα που αφορούσαν το ΕΜΠ (βλ. παράδειγμα).
Οι προσπάθειες του Άγγελου Γκίνη, του Νίκου Κιτσίκη και άλλων καθηγητών είχαν ως αποτέλεσμα την αναδιοργάνωση των μαθημάτων, την έκδοση του κανονισμού λειτουργίας και την αυτονομία της Σχολής σε πολλούς τομείς.
Περίοδος μεσοπολέμου και πολέμου (1917-1945)
Στην περίοδο του μεσοπολέμου η Σχολή Πολιτικών Μηχανικών κυριαρχούσε. Μέχρι το 1932 είχε βγάλει 822 διπλωματούχους, περίπου το 60% του συνόλου των αποφοίτων του ΕΜΠ. Το 1935 έχει 358 φοιτητές, πάνω από 60% του συνόλου. Η κυριαρχία της επεκτείνεται και στο επίπεδο των καθηγητών. Με το θάνατο του Άγγελου Γκίνη ηγετική προσωπικότητα στο ΕΜΠ αναδεικνύεται ο καθηγητής της Νίκος Κιτσίκης.
Το 1928 ο Κιτσίκης θα εκλεγεί Κοσμήτορας της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών και ως συγκλητικός, σε συνεργασία με τον τότε πρύτανη Δημήτριο Λαμπαδάριο (1928-1933) θα πρωτοστατήσει σε νέες μεταρρυθμίσεις για το ΕΜΠ. Μια σειρά προτάσεων του Κιτσίκη θα τύχουν της αποδοχής όλων των καθηγητών και θα θεσμοθετηθούν με τους νόμους 3940/1929 και 5334/1932. Με το νέο θεσμικό πλαίσιο το ΕΜΠ αναγνωρίζεται ως τεχνικός σύμβουλος του κράτους (είτε αφού ερωτηθεί είτε αυτεπαγγέλτως διά των επιστημόνων του) και καθιερώνονται οι θεσμοί του Πρύτανη (αντί του Διευθυντή), του Αντιπρύτανη και των συλλογικών οργάνων διοίκησης —μεταξύ αυτών, των συλλόγων καθηγητών των επιμέρους Σχολών (με τη σημερινή ορολογία, των Γενικών Συνελεύσεων των Σχολών) που για πρώτη φορά καθιερώνονται, δίνοντας έτσι αυτόνομη υπόσταση στις Σχολές. Αυτές οι αλλαγές που προτάθηκαν από τον Κιτσίκη διεύρυναν την αυτοτέλεια του ΕΜΠ και ενίσχυσαν το ακαδημαϊκό του προφίλ αλλά και τη δημοκρατική λειτουργία του.
Όμως δύο από τις προτάσεις του Κιτσίκη αυτής της περιόδου δεν έγιναν αποδεκτές. Η πρώτη ήταν η μετονομασία του Πολυτεχνείου σε «Τεχνικό Πανεπιστήμιο» που απορρίφτηκε με το σκεπτικό ότι η μετονομασία απεμπολεί ένα μεγάλο μέρος της παράδοσης που δημιούργησε η μακρόχρονη ύπαρξη του Πολυτεχνείου. Παρόλα αυτά, στον απόηχο αυτής της πρότασης η Αγγλική ονομασία του ΕΜΠ από το 1935 και μετά θα γίνει «National Technical University of Athens». Η δεύτερη πρόταση που συνάντησε αντιδράσεις ήταν η μεταβίβαση της αρμοδιότητας εποπτείας του ΕΜΠ από το Υπουργείο Συγκοινωνίας (στο οποίο το ΕΜΠ υπαγόταν από την ίδρυσή του) στο Υπουργείο Παιδείας με βασικό επιχείρημα ότι έτσι θα ξεκαθάριζε ολοσχερώς το ζήτημα της ακαδημαϊκής φυσιογνωμίας του ιδρύματος. Όμως στη δεύτερη πρόταση ο Κιτσίκης θα επιμείνει. Το 1937 εξελέγη αντιπρύτανης και παρέμεινε στην κορυφή του ΕΜΠ ως το 1945 ως αντιπρύτανης και στη συνέχεια πρύτανης. Επί πρυτανείας του, οι αντιρρήσεις αυτές θα καμφθούν το 1940 και το Πολυτεχνείο θα υπαχθεί τελικά στο Υπουργείο Παιδείας.
Την περίοδο 1930-35, καθώς αυξάνονταν ολοένα οι ανάγκες του Ιδρύματος, οικοδομήθηκε το κτήριο Γκίνη του Συγκροτήματος Πατησίων, στην οδό Στουρνάρη, στο οποίο θα στεγαστεί η Σχολή Πολιτικών Μηχανικών μέχρι το 2002.
Στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά και της κατοχής, παρά το ανώμαλο των περιστάσεων, το ΕΜΠ παρέμεινε αλώβητο διατηρώντας την ανεξαρτησία και το κύρος του στον ύψιστο βαθμό. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι, εν μέσω κατοχής, το ΕΜΠ με την πρυτανεία Κιτσίκη και με αποφάσεις της Συγκλήτου, προχώρησε σε δύο σημαντικές νομοθετημένες μεταρρυθμίσεις. Με την πρώτη (νόμος 935/1943) προβλέφθηκε για τη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών η δημιουργία δύο κατευθύνσεων (κλάδων) σπουδών μονοετούς διάρκειας: (α) Κατασκευαστών και Συγκοινωνιολόγων Μηχανικών και (β) Υδραυλικών Μηχανικών. Με τη δεύτερη (νόμος 1493/1944) ιδρυόταν, μεταξύ άλλων, η Σχολή Γενικών Εφηρμοσμένων Επιστημών, μεταπτυχιακού επιπέδου που θα χορηγούσε διδακτορικά διπλώματα στις φυσικομαθηματικές επιστήμες.
Μεταπολεμική περίοδος (1945-1982)
Αμέσως μετά τον πόλεμο και συγκεκριμένα το 1945 η Σχολή θα βγάλει τον πρώτο διδάκτορά της (τον Άγγελο Καλογερά) που θα ακολουθηθεί από άλλους 25 μέχρι το 1963, οι περισσότεροι από τους οποίους θα γίνουν αργότερα καθηγητές του ΕΜΠ. Ο αριθμός φοιτητών της Σχολής θα εξακολουθήσει να αυξάνεται στις δεκαετίες που ακολουθούν, αλλά στην αναλογία φοιτητών η υπεροχή της Σχολής θα μετριαστεί (445 φοιτητές ή 45% του συνόλου το 1950, 621 φοιτητές ή 36% το 1960, 1098 φοιτητές ή 32% το 1967).
Στη μεταπολεμική περίοδο οι απόφοιτοι της Σχολής διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην επιστημονική, τεχνολογική και οικονομική ανάπτυξη της χώρας, και αποτέλεσαν σταθερή αναφορά και θεμέλιο της οικοδόμησης και ανοικοδόμησης της χώρας και των υποδομών της.
Σημαντική τομή στη μεταπολεμική ιστορία του ΕΜΠ είναι η εισαγωγή του συστήματος των εξαμηνιαίων μαθημάτων το 1976 (ως τότε τα μαθήματα ήταν ετήσια, με ενδιάμεση εξέταση προόδου). Αντίστοιχη τομή για τη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών είναι η η αναδιοργάνωση του προγράμματος σπουδών του 1977, με προσθήκη νέων μαθημάτων και οργάνωση τριών κατευθύνσεων σπουδών: Δομοστατικού, Υδραυλικού και Συγκοινωνιολόγου Μηχανικού. Όπως προαναφέρθηκε, η καθιέρωση των κατευθύνσεων, όπως και η ίδρυση Σχολής Γενικών Εφηρμοσμένων Επιστημών, είχαν θεσμοθετηθεί ήδη την περίοδο της κατοχής (νόμοι 935/1943 και 1493/1944). Όμως, και οι δύο αυτές μεταρρυθμίσεις θα αναιρεθούν το 1946 με την πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου 295/1946. Μόνο μετά την πτώση της δικτατορίας θα υπάρξει ευνοϊκό κλίμα για την αλλαγή αυτή που έγινε με τη συνεργασία καθηγητών (με εισηγητές τους Θεοδόση Τάσιο, Γιώργο Νουτσόπουλο και Απόστολο Γιώτη) και φοιτητών (με συντονιστές τους Δημήτρη Κουτσογιάννη και Δημήτρη Λιάτη), παρόλο που τότε οι φοιτητές δεν συμμετείχαν στα όργανα διοίκησης του ΕΜΠ, αλλά εκπρόσωποί τους προσκαλούνταν άτυπα στις συνεδριάσεις του Συλλόγου Καθηγητών.
Πρόσφατη Περίοδος (1982 μέχρι σήμερα)
Ο νόμος-πλαίσιο 1268 του 1982 άλλαξε ολοκληρωτικά το τοπίο στην ανώτατη εκπαίδευση. Μέχρι και το 1982, κύτταρο διδασκαλίας και έρευνας στα Ελληνικά ΑΕΙ (και στο ΕΜΠ) ήταν η *Έδρα*, με νομοθετημένο επιστημονικό περιεχόμενο. Το σύστημα της Έδρας, ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικό στο επιστημονικό ξεκίνημα μιας χώρας με φτωχό επιστημονικό δυναμικό, διότι άφηνε να αναπτυχθούν ελεύθερα οι πρωτοβουλίες των *ολίγων σοφών*. Άρχισε να μειονεκτεί όμως, μόλις εμφανίστηκαν αρκετοί ικανοί επιστήμονες στην ίδια επιστημονική περιοχή ή και σε καινούργιες επιστημονικές περιοχές, διότι η ανεξέλεγκτη εξάρτησή τους από τον *έναν* οδηγούσε συχνά σε φαινόμενα ασφυξίας. Παράλληλα, δεν ευνοούσε τη συνεργασία στο ίδιο αντικείμενο.
Η θεσμική μεταρρύθμιση του νόμου 1268/1982 κατάργησε την Έδρα και δημιούργησε ένα νέο πανεπιστημιακό κύτταρο, τον Τομέα, με προφανή στόχο να συμπτύξει τις παλαιές απομονωμένες μονάδες των Εδρών σε μια νέα ενιαία και συνεκτική μονάδα παραγωγής και μετάδοσης της Επιστήμης και Τεχνολογίας. Εκτός από την εισαγωγή των Τομέων ο νέος νόμος καθιέρωσε βαθμίδες καθηγητών και διαδικασίες εξέλιξης τους.
Μια άλλη ριζοσπαστική πρόβλεψη του εν λόγω νόμου ήταν η καθιέρωση της συμμετοχής των φοιτητών στη διοίκηση των ΑΕΙ, μέσω εκπροσώπων τους στα συλλογικά όργανα ή εκλεκτόρων τους στην εκλογή μονομελών ή ολιγομελών οργάνων. Η πρόβλεψη ουσιαστικά θεσμοθετούσε την προηγηθείσα de facto αλλά άτυπη συμμετοχή φοιτητών στη λήψη αποφάσεων. Ωστόσο, η πρόβλεψη αυτή θα αμφισβητηθεί από πολλούς λόγω των παρενεργειών της (π.χ. παραταξιοποίηση των φοιτητών και προσπάθειες των κομμάτων για χειραγώγηση του πανεπιστημίου μέσω των νεολαιών τους) και αργότερα θα υποστεί διάφορες αλλαγές, χωρίς ακόμη να έχει επέλθει ισορροπία και συναίνεση στο υπόψη ζήτημα.
Σε εφαρμογή αυτού του νόμου, στη Σχολή ιδρύθηκαν οι Τομείς:
- Δομοστατικής
- Υδατικών Πόρων, Υδραυλικών και Θαλάσσιων Έργων (μετέπειτα μετονομάστηκε σε Τομέα Υδατικών Πόρων και Περιβάλλοντος
- Μεταφορών και Συγκοινωνιακής Υποδομής
- Γεωτεχνικής
- Προγραμματισμού και Διαχείρισης Τεχνικών Έργων
Επίσης, το ΕΜΠ χωρίστηκε σε εννέα Τμήματα, οκτώ από τα οποία χορηγούν διπλώματα μηχανικού ως εξής:
- Πολιτικού Μηχανικού
- Μηχανολόγου Μηχανικού
- Ηλεκτρολόγου και Μηχανικού και Μηχανικού Υπολογιστών
- Αρχιτέκτονα Μηχανικού
- Χημικού Μηχανικού
- Αγρονόμου και Τοπογράφου Μηχανικού
- Μηχανικού Μεταλλείων, Μεταλλουργού Μηχανικού
- Ναυπηγού Μηχανικού
Το ένατο, το Γενικό Τμήμα, παρείχε τα βασικά μαθήματα για την υποστήριξη των προγραμμάτων των άλλων Τμημάτων. Από το 1999-2000 τα Τμήματα απέκτησαν ξανά την ιστορική τους ονομασία των Σχολών, ενώ το Γενικό Τμήμα μετασχηματίστηκε σε αυτόνομη σχολή πενταετούς φοίτησης, τη Σχολή Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών (με το ΠΔ 202/1999 επί Πρυτανείας Θέμη Ξανθόπουλου, 55 χρόνια μετά από την ανάλογη θεσμοθέτηση που προαναφέρθηκε και που αμέσως καταργήθηκε λόγω εξωγενών αντιδράσεων).
Με το νέο σύστημα, η Σχολή Πολιτικών Μηχανικών απέκτησε νέα δυναμική και από φορέας μετάδοσης γνώσης έγινε και παραγωγός νέας γνώσης μέσω της έρευνας και της δημοσίευσης των αποτελεσμάτων της σε διεθνείς επιθεωρήσεις, που καθιερώθηκαν πλέον ως πρώτιστο κριτήριο αξιολόγησης του καθηγητικού προσωπικού.
Σημαντική αλλαγή στις σπουδές στη Σχολή την περίοδο αυτή είναι η μεταβολή του προγράμματος σπουδών το 1996-97 επί προεδρίας Θέμη Ξανθόπουλου. Το πρόγραμμα επεκτάθηκε σε νέες περιοχές, όπως του περιβάλλοντος και της διαχείρισης έργων και παράλληλα έγινε πιο συνεκτικό.
Η επόμενη τομή πραγματοποιήθηκε το 1998, με τη εισαγωγή των Διατμηματικών Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών στο ΕΜΠ. Η Σχολή Πολιτικών Μηχανικών ανέλαβε την οργάνωση και τον συντονισμό δύο από αυτά: «Επιστήμη και Τεχνολογία Υδατικών Πόρων» και «Δομοστατικός Σχεδιασμός και Ανάλυση των Κατασκευών».
Το 2003, επί προεδρίας Ανδρέα Αναγνωστόπουλου, η Σχολή έκανε το σημαντικό βήμα της μετάβασης από το ιστορικό συγκρότημα στο κέντρο της Αθήνας και το κτήριο Γκίνη στις νέες της εγκαταστάσεις και τα νέα διδακτήρια στην Πολυτεχνειούπολη Ζωγράφου. Μεμονωμένα Εργαστήρια της Σχολής λειτουργούσαν στην Πολυτεχνειούπολη από δεκαετίες. Τα παλιότερα απ’ αυτά, τα Εργαστήρια Υδραυλικής, Αντοχής Υλικών, Οπλισμένου Σκυροδέματος, Οδοποιίας και Σιδηροδρομικής, ήταν εγκατεστημένα στην Πολυτεχνειούπολη από τη δεκαετία του 1960. Ακολούθησαν τις επόμενες 2 δεκαετίες τα Εργαστήρια Λιμενικών Έργων και Αντισεισμικής Τεχνολογίας. Όμως από το 2003 η Σχολή μεταφέρθηκε στην Πολυτεχνειούπολη Ζωγράφου στο σύνολό της, ενώ το κτήριο Γκίνη χρησιμοποιείται κυρίως για τη διδασκαλία μαθημάτων σχεδίου και διεξαγωγή εξετάσεων.
Επιμέλεια: Δ. Κουτσογιάννης, Οκτώβριος 2016.
Πηγές: (1) Ιστορικό Αρχείο Σχολής Πολιτικών Μηχανικών. (2) Ιστορικό αρχείο Πρακτικών Συνεδρίασης της Συγκλήτου του ΕΜΠ. (3) Ν. Κιτσίκης και Ε. Κοκκινόπουλος, «Το Εθνικόν Μετσόβιον Πολυτεχνείον», Τεχνική Επετηρίς της Ελλάδος, ΤΕΕ, Αθήνα 1935. (4) Ι. Αντωνίου, «Οι Έλληνες Μηχανικοί – Θεσμοί και Ιδέες 1900-1940». Βιβλιόραμα, 2006. (5) Προϋπάρχον διαδικτυακό κείμενο του Θέμη Ξανθόπουλου.