ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ – Πῶς δεῖ ἱστορίαν συγγράφειν §§ 61-62
Αυθεντικό κείμενο
[61] τὸ δ᾽ ὅλον ἐκείνου μοι μέμνησο —πολλάκις γὰρ τοῦτο ἐρῶ— καὶ μὴ πρὸς τὸ παρὸν μόνον ὁρῶν γράφε ὡς οἱ νῦν ἐπαινέσονταί σε καὶ τιμήσουσιν, ἀλλὰ τοῦ σύμπαντος αἰῶνος ἐστοχασμένος πρὸς τοὺς ἔπειτα μᾶλλον σύγγραφε καὶ παρ᾽ ἐκείνων ἀπαίτει τὸν μισθὸν τῆς γραφῆς, ὡς λέγηται περὶ σοῦ,
«ἐκεῖνος μέντοι ἐλεύθερος ἀνὴρ ἦν καὶ παρρησίας μεστός, οὐδὲν οὐδὲ κολακευτικὸν οὐδὲ δουλοπρεπὲς ἀλλ᾽ ἀλήθεια ἐπὶ πᾶσι.»
τοῦτ᾽, εἰ σωφρονοῖ τις, ὑπὲρ {τὰς} πάσας τὰς νῦν ἐλπίδας θεῖτο ἄν, οὕτως ὀλιγοχρονίους οὔσας.
[62] ὁρᾷς τὸν Κνίδιον ἐκεῖνον ἀρχιτέκτονα οἷον ἐποίησεν; οἰκοδομήσας γὰρ τὸν ἐπὶ τῇ Φάρῳ πύργον, μέγιστον καὶ κάλλιστον ἔργον ἁπάντων, ὡς πυρσεύοιτο ἀπ᾽ αὐτοῦ τοῖς ναυτιλλομένοις ἐπὶ πολὺ τῆς θαλάττης καὶ μὴ καταφέροιντο ἐς τὴν Παραιτονίαν, παγχάλεπον, ὥς φασιν, οὖσαν καὶ ἄφυκτον εἴ τις ἐμπέσοι ἐς τὰ ἕρματα— οἰκοδομήσας οὖν τὸ ἔργον ἔνδοθεν μὲν κατὰ τῶν λίθων τὸ αὑτοῦ ὄνομα ἐπέγραψεν, ἐπιχρίσας δὲ τιτάνῳ καὶ ἐπικαλύψας ἐπέγραψε τοὔνομα τοῦ τότε βασιλεύοντος, εἰδώς, ὅπερ καὶ ἐγένετο, πάνυ ὀλίγου χρόνου συνεκπεσούμενα μὲν τῷ χρίσματι τὰ γράμματα ἐκφανησόμενον δέ,
«Σώστρατος Δεξιφάνους Κνίδιος θεοῖς σωτῆρσιν ὑπὲρ τῶν πλοϊζομένων.»
οὕτως οὐδ᾽ ἐκεῖνος ἐς τὸν τότε καιρὸν οὐδὲ τὸν αὑτοῦ βίον τὸν ὀλίγον ἑώρα, ἀλλ᾽ εἰς τὸν νῦν καὶ τὸν ἀεί, ἄχρι ἂν ἑστήκῃ ὁ πύργος καὶ μένῃ αὐτοῦ ἡ τέχνη.
Μετάφραση
[61] Γενικά να θυμάσαι εκείνο -και θα στο πω πολλές φορές- να γράφεις αποβλέποντας όχι μόνο στο παρόν για να σε επαινέσουν και να σε τιμήσουν οι σύγχρονοί σου, αλλά, έχοντας στόχο την αιωνιότητα, γράφε για τους επερχομένους και από εκείνους να απαιτήσεις την αμοιβή για το έργο σου, ώστε να λένε για σένα:
«Εκείνος ήταν ελεύθερος άνθρωπος και γεμάτος θάρρος, χωρίς να λέει κολακείες ούτε δουλοπρεπείς εκφράσεις αλλά την αλήθεια σε όλα».
Αυτό τον κανόνα πρέπει κάθε φρόνιμος να τοποθετεί πάνω από όλες τις ελπίδες του παρόντος, που είναι τόσο βραχυχρόνιες.
[62] Θυμάσαι τι έκανε ο αρχιτέκτονας εκείνος από την Κνίδο; Έχτισε τον πύργο στη νήσο Φάρο, μέγιστο και κάλλιστο έργο, για να φωτίζονται από αυτό οι ναυτιλλόμενοι σε μεγάλη απόσταση μέσα στη θάλασσα, και να μην παρασύρονται στην Παραιτονία, ακτή πολύ δύσκολη, όπως λένε, που δε γλύτωνες αν έπεφτες στους βράχους της. Αφού λοιπόν έχτισε το έργο, έγραψε από μέσα, επάνω στην πέτρα, το όνομά του και κατόπιν το έχτισε με γύψο και το κάλυψε γράφοντας το όνομα του τότε βασιλιά, ξέροντας, όπως και έγινε, ότι σε λίγο χρόνο τα γράμματα θα πέσουν μαζί με το επίχρισμα και θα φανεί το
«Σώστρατος Δεξιφάνους Κνίδιος θεοῖς σωτῆρσιν ὑπὲρ τῶν πλοϊζομένων.».
Έτσι ούτε εκείνος απέβλεπε στις τότε περιστάσεις ούτε στη σύντομη ζωή του, αλλά στη σημερινή εποχή και στη μελλοντική, όσο ο πύργος θα στέκεται όρθιος και θα διατηρείται η τέχνη του.
(μετάφραση Β. Τσακατίκας)