Γεννήθηκε στο Ναύπλιο και σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο ΕΜΠ, απ’ όπου απεφοίτησε το 1907, πρώτος στην τάξη του. Πήρε την υποτροφία του Αβερωφείου κληροδοτήματος, κατόπιν διαγωνισμού και συνέχισε με σπουδές ειδίκευσης στη στατική και τις σιδηρές κατασκευές (1908-12) στη Γερμανία, στα Πολυτεχνεία (Technische Hochschulen) του Βερολίνου και της Δρέσδης, και στη Γαλλία, στην École Nationale des Ponts et Chaussées, στο Collège de France και στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, στο Παρίσι. Στο τελευταίο παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας και μαθηματικών του μεγάλου γάλλου μαθηματικού Henri Poincaré. Παράλληλα με τις σπουδές του και μετά από αυτές εργάστηκε ως μηχανικός στη γερμανική εταιρεία Kammerrichwerke στο Βερολίνο (1911-1913). Tο 1913 επέστρεψε στην Ελλάδα εθελοντικά για να πάρει μέρος ως απλός στρατιώτης στην πρώτη γραμμή στους Βαλκανικούς πολέμους.

Υπήρξε Νομομηχανικός Πρεβέζης (1913-14) και στη συνέχεια Πρεμετής, κατόπιν τεχνικός σύμβουλος Γενικής Διοικήσεως Μακεδονίας, μηχανικός σιδηροδρόμων Θεσσαλίας (1914-15) και αρχιμηχανικός του Δήμου Παγασών Βόλου (1915-16).

Το 1916, σε ηλικία 29 ετών, εξελέγη μεταξύ τεσσάρων συνυποψηφίων του τακτικός καθηγητής Καθηγητής Εφηρμοσμένης Στατικής, Σιδηρών Γεφυρών και Έργων εκ Σιδηροπαγούς Σκυροδέματος του ΕΜΠ. Είναι ο δημιουργός του επιστημονικού κλάδου της στατικής, αλλά θα αναδειχθεί σε έντονα δυναμική προσωπικότητα και θα χαράξει την ιστορία του Πολυτεχνείου και του κλάδου των μηχανικών όσο κανείς άλλος.

Την περίοδο 1917-1920, επί Κυβέρνησης Ελευθερίου Βενιζέλου, διορίσθηκε Γενικός Διευθυντής Δημοσίων Έργων στο Υπουργείο Συγκοινωνίας (που είχε ιδρυθεί το 1914 αποσπώμενο από το Υπουργείο Εσωτερικών) με υπουργό τον (κατοπινό πρώτο πρωθυπουργό της Β Ελληνικής Δημοκρατίας) Αλέξανδρο Παπαναστασίου. Η περίοδος ήταν από τις λαμπρότερες για τον τεχνικό κλάδο και είχε χαρακτηριστικά αποκληθεί «Παπανάστασις», σε αναγνώριση του Παπαναστασίου ως προστάτη και ο αναμορφωτή του Πολυτεχνείου. Ως Γενικός Διευθυντής Δημοσίων Έργων ο Κιτσίκης είχε αποφασιστική συμβολή στη σύνταξη και ψήφιση του μεταρρυθμιστικού για το ΕΜΠ νόμου 980/1917, ο οποίος καθιέρωνε την πενταετή διάρκεια σπουδών στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών (ως τότε ήταν τετραετής), ίδρυε τις Σχολές Χημικών και Τοπογράφων Μηχανικών και οργάνωνε με ακαδημαϊκό τρόπο τη διοίκηση των Σχολών καθιερώνοντας το θεσμό των Κοσμητόρων, επικεφαλής των Σχολών, και της Συγκλήτου. Στην περίοδο αυτή ο Κιτσίκης επιχειρεί µια περισσότερο οργανική σύνδεση του Πολυτεχνείου µε το Υπουργείο Συγκοινωνίας, που τότε ήταν το εποπτεύον για το ΕΜΠ υπουργείο, όχι µόνο από τη σκοπιά της διοικητικής εποπτείας, αλλά και απ’ αυτήν της θεσμικής κατοχύρωσης ρόλου επιστημονικού συμβούλου στο ΕΜΠ για τον σχεδιασμό της πολιτικής του Υπουργείου. Έτσι, με τον νόμο 972α/1917 καθιερώθηκε η ex officio συμμετοχή των καθηγητών των Σχολών Πολιτικών Μηχανικών και Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ στο Συμβούλιο των Δημοσίων Έργων, το ύπατο συμβουλευτικό όργανο του Υπουργείου.

Παράλληλα, την περίοδο αυτή, ο Κιτσίκης βοήθησε στην μετάκληση στην Ελλάδα γνωστών Ελλήνων μηχανικών του εξωτερικού και συνέβαλε στην ανοικοδόμηση (μετά τη φωτιά) της Θεσσαλονίκης. Μετά την παραίτησή του από την Γενική Διεύθυνση Δημοσίων Έργων, υπήρξε τεχνικός διευθυντής της αγγλικής εταιρείας McAlpine (1921-28) που κατασκεύασε το λιμάνι του Ηρακλείου (και προς τιμήν του ανηγέρθη στο λιμάνι το άγαλμά του το 2003), τεχνικός σύμβουλος της αμερικανικής εταιρείας Foundation που μελέτησε τα αντιπλημμυρικά και αποξηραντικά έργα της πεδιάδας Θεσσαλονίκης, και επί οκταετία τεχνικός σύμβουλος του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς (1937-45).

Το 1928 ο Κιτσίκης θα εκλεγεί Κοσμήτορας της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών και ως συγκλητικός, σε συνεργασία με τον τότε πρύτανη Δημήτριο Λαμπαδάριο (1928-1933) προερχόμενο από τη Σχολή Αγρονόμων-Τοπογράφων Μηχανικών, θα πρωτοστατήσει σε νέες μεταρρυθμίσεις για το ΕΜΠ. Τα αποτελέσματα εντατικών διαβουλεύσεων στη Σύγκλητο θα αποτυπωθούν με την ψήφιση του νόμου 3940/1929 που θεσπίζει το ΕΜΠ ως τεχνικό σύμβουλο του κράτους (είτε αφού ερωτηθεί είτε αυτεπαγγέλτως διά των επιστημόνων του) και καθιερώνει τους θεσμούς του Πρύτανη (μετονομάζοντας έτσι τον Διευθυντή), του Αντιπρύτανη (του αρχαιότερου των Κοσμητόρων) και των συλλογικών οργάνων διοίκησης —μεταξύ αυτών, των συλλόγων καθηγητών των επιμέρους Σχολών (με τη σημερινή ορολογία, των Γενικών Συνελεύσεων των Σχολών) που για πρώτη φορά καθιερώνονται, δίνοντας έτσι αυτόνομη υπόσταση στις Σχολές. Θα ακολουθήσει η ψήφιση του νόμου 5334/1932 που ολοκληρώνει το πλαίσιο διοίκησης του ΕΜΠ, καθορίζοντας μεταξύ άλλων ότι και ο Αντιπρύτανης εκλέγεται από τον σύλλογο των καθηγητών.

Αυτές οι αλλαγές, που διεύρυναν την αυτοτέλεια του ΕΜΠ και ενίσχυσαν το ακαδημαϊκό του προφίλ αλλά και τη δημοκρατική λειτουργία του, ανήκαν ουσιαστικά στο σώμα προτάσεων του Κιτσίκη. Όμως δύο από τις προτάσεις του αυτής της περιόδου δεν έγιναν αποδεκτές από το σώμα των καθηγητών και συνακόλουθα δεν νομοθετήθηκαν. Η πρώτη ήταν η μετονομασία του Πολυτεχνείου σε «Τεχνικό Πανεπιστήμιο» που απορρίφτηκε από την πλειοψηφία του Συλλόγου µε το σκεπτικό ότι η μετονομασία απεμπολεί ένα μεγάλο μέρος της παράδοσης που δημιούργησε η μακρόχρονη ύπαρξη του Πολυτεχνείου, την ίδια στιγμή που στην Ευρώπη και στην Αμερική πολλές τεχνικές σχολές πανεπιστημιακού επιπέδου συνεχίζουν να κρατούν στον τίτλο τους τη λέξη Πολυτεχνείο. Παρόλα αυτά, στον απόηχο αυτής της πρότασης η Αγγλική ονομασία του ΕΜΠ από το 1935 και μετά θα γίνει «National Technical University of Athens». Η δεύτερη πρόταση που συνάντησε αντιδράσεις ήταν η μεταβίβαση της αρμοδιότητας εποπτείας του ΕΜΠ από το Υπουργείο Συγκοινωνίας στο Υπουργείο Παιδείας µε βασικό επιχείρημα ότι έτσι θα ξεκαθάριζε ολοσχερώς το ζήτημα της ακαδημαϊκής φυσιογνωμίας του ιδρύματος. Ωστόσο, οι αντιρρήσεις αυτές θα καμφθούν το 1940 επί πρυτανείας Κιτσίκη και το Πολυτεχνείο θα υπαχθεί τελικά στο Υπουργείο Παιδείας.

Με το σύνταγμα του 1927 της Α Ελληνικής Δημοκρατίας καθιερώθηκε ο νεότευκτος θεσμός της Γερουσίας και ο Κιτσίκης εκλέγεται παμψηφεί γερουσιαστής του τεχνικού κόσμου, εκπροσωπώντας το ΕΜΠ και το νεότευκτο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας (ΤΕΕ) για δύο τριετείς περιόδους (1929 και 1932, όπου τη δεύτερη περίοδο, μέχρι το 1935, ήταν και Αντιπρόεδρος του σώματος).

Το 1931 και πάλι το 1935 θα εκλεγεί με συντριπτική πλειοψηφία Πρόεδρος του ΤΕΕ. Η προεδρία του θα μείνει ιστορική και ο ίδιος θα εξελιχθεί σε εμβληματική ηγετική προσωπικότητα του τεχνικού κόσμου. Τις διαλέξεις για την ανάπτυξη της χώρας που οργάνωσε το 1931 ως Πρόεδρος του το ΤΕΕ στην Αρχαιολογική Εταιρεία με ομιλητές τον ίδιον και πάνω από 50 διαπρεπείς Έλληνες τεχνικούς και οικονομολόγους, παρακολουθούσε τακτικά ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος και το Υπουργικό Συμβούλιο. Εκδόθηκαν σε τόμο 2000 σελίδων, με τον γενικό τίτλο «Η οικονομική έρευνα των μεγάλων τεχνικών ζητημάτων», θέτοντας τις βάσεις για όλα τα μετέπειτα ελληνικά αναπτυξιακά προγράμματα.

Από το 1931 έγινε ο ιδρυτής και εκδότης των «Τεχνικών Χρονικών», συντελώντας με το μοναδικό αυτό τεχνικό περιοδικό στην προαγωγή των επιστημών μηχανικού στην Ελλάδα.

Το 1935, ύστερα από το αποτυχημένο κίνημα του Πλαστήρα, ο Κιτσίκης απολύθηκε από το Πολυτεχνείο και το Τεχνικό Επιμελητήριο και καταργήθηκε η Γερουσία. Επανήλθε όμως μετά από ένα εξάμηνο με την παμψηφεί επανεκλογή του στην καθηγητική έδρα.

Το 1936 αναγορεύθηκε doctor honoris causa του Πολυτεχνείου του Βερολίνου «για τις πολυάριθμες εξαίρετες επιστημονικές εργασίες του».

Από το 1937 μέχρι το 1945 θήτευσε στην κορυφή του ΕΜΠ, στην αρχή (1937-1939) ως αντιπρύτανης και εν συνεχεία (1939-1941 και 1943-1945) ως πρύτανης, ενώ μεσολάβησε η πρυτανική διετία 1941-1943 του Ι. Θεοφανόπουλου. Στην περίοδο της Μεταξικής δικτατορίας απειλήθηκε (από τον διαβόητο Μανιαδάκη) με εξορία, αλλά την απέφυγε χάρις στη παρέμβαση του προηγούμενου πρύτανη Κ. Γεωργικόπουλου. Στην περίοδο της κατοχής έλαβε μέρος στην εθνική αντίσταση, συνελήφθη και φυλακίστηκε δύο φορές, από τους Ιταλούς και ύστερα από τους Γερμανούς. Ωστόσο, κατάφερε τα οκτώ κρίσιμα χρόνια που ήταν στην κορυφή του ΕΜΠ να είναι χρόνια εξαιρετικής ακμής για το πολυτεχνείο, μολονότι ήταν χρόνια δικτατορίας και κατοχής.

Παρά το ανώμαλο των περιστάσεων, το ΕΜΠ παρέμεινε αλώβητο διατηρώντας την ανεξαρτησία και το κύρος του στον ύψιστο βαθμό. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι, εν μέσω κατοχής, το ΕΜΠ με την πρυτανεία Κιτσίκη και με αποφάσεις της Συγκλήτου, προχώρησε σε δύο σημαντικές νομοθετημένες μεταρρυθμίσεις. Με την πρώτη (νόμος 935/1943) προβλέφθηκε για τη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών η δημιουργία δύο κατευθύνσεων (κλάδων) σπουδών μονοετούς διάρκειας: (α) Κατασκευαστών και Συγκοινωνιολόγων Μηχανικών και (β) Υδραυλικών Μηχανικών. Με τη δεύτερη (νόμος 1493/1944) ιδρυόταν, μεταξύ άλλων, η Σχολή Γενικών Εφηρμοσμένων Επιστημών, μεταπτυχιακού επιπέδου που θα χορηγούσε διδακτορικά διπλώματα στις φυσικομαθηματικές επιστήμες. Και οι δύο αυτές μεταρρυθμίσεις θα αναιρεθούν το 1946 με τον με την πραξη του Υπουργικού Συμβουλίου 295/1946. Θα περάσουν 34 χρόνια πριν επανιδρυθούν κατευθύνσεις στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών (1977) και 55 χρόνια πριν επανιδρυθεί η Σχολή Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών (με το ΠΔ 202, 3-6 Σεπτ.1999 επί Πρυτανείας Θ. Ξανθόπουλου), αυτή τη φορά ως προπτυχιακή σχολή, και πριν ιδρυθούν μεταπτυχιακά προγράμματα δικαιώνοντας απόλυτα και στις δύο περιπτώσεις τον οραματιστή και πρωτοπόρο Κιτσίκη.

Το 1945 ο Κιτσίκης απολύθηκε από το ΕΜΠ (μαζί με τους Α. Παπαπέτρου, Ν. Κριτικό και Ι. Δεσποτόπουλο) με την κατηγορία της συμμετοχής ή υποκίνησης στην εξέγερση στο ΕΜΠ τον Δεκέμβριο του 1944. Πρόκειται για την κατάληψη των κτηρίων του ΕΜΠ στην Πατησίων στις 6 Δεκεμβρίου 1944 από τον σπουδαστικό λόχο του ΕΛΑΣ «Λόρδος Βύρων» με «καπετάνιο» τον σπουδαστή της Σχολής Μηχανολόγων-Ηλεκτρολόγων Γρηγόρη Φαράκο. Η κατάληψη θα κατασταλεί αυθημερόν από τα αγγλικά τεθωρακισμένα και το πεζικό μετά από μάχη που είχε αποτέλεσμα νεκρούς, τραυματίες και μεγάλες υλικές καταστροφές, ενώ θα ακολουθήσει η σύλληψη, ομηρεία και εκτέλεση από τον ΕΛΑΣ τριών καθηγητών του ΕΜΠ, των Ι. Θεοφανόπουλου, Γ. Σαρρόπουλου και Σ. Κορώνη.

Παρόλη την μετέπειτα απουσία του από το ΕΜΠ, το όραμά του Κιτσίκη θα παραμείνει ζωντανό και οι μη εκπληρωμένες ή καταργημένες προτάσεις του θα υλοποιηθούν στο σύνολό τους στο υπόλοιπο μισό του 20ού αιώνα. Ο ίδιος στη συνέχεια έγινε πρόεδρος του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου (1945-49), ιδρυτής με τον Οικονομολόγο Δημήτριο Μπάτση του επιστημονικού περιοδικού «Ανταίος» (1945-51) και γενικός γραμματέας της Επιστημονικής Εταιρείας Νεοελληνικών Προβλημάτων με τον τίτλο «Επιστήμη-Ανοικοδόμηση» (ΕΠΑΝ). Εξελέγη βουλευτής της ΕΔΑ το 1956, το 1958, το 1961, το 1963 και το 1964 στην περιφέρεια Δήμου Αθηναίων. Στις δημοτικές εκλογές του 1964 στην Αθήνα κατέλαβε την πρώτη θέση αλλά λόγω του εκλογικού νόμου δήμαρχος εξελέγη ο Γ. Πλυτάς. Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου εξορίσθηκε στην Γυάρο. Τον Ιούλιο του 1978 κηδεύτηκε στο Πρώτο Νεκροταφείο της Αθήνας με δημόσια δαπάνη.

Έγραψε πολλές τεχνικές, οικονομικές, φιλοσοφικές και πολιτικές μελέτες, όπως: «Η θετικιστική θεωρία της γνώσεως κατά Ερνστ Μαχ», 1916, «Στατική» δύο τόμοι, 1937, «Φωτοδιαγνωστική της εντατικής καταστάσεως» 1938, «Η φιλοσοφία της νεώτερης φυσικής», 1947, «Η θύελλα της Κοινής Αγοράς», 1962.

 


Επιμέλεια: Δ. Κουτσογιάννης, Οκτώβριος 2016. Πηγές: (1) Ν. Κιτσίκης και Ε. Κοκκινόπουλος, “Το Εθνικόν Μετσόβιον Πολυτεχνείον”, Τεχνική Επετηρίς της Ελλάδος, ΤΕΕ, Αθήνα 1935, (2) Ι. Αντωνίου, “Οι Έλληνες Μηχανικοί – Θεσμοί και Ιδέες 1900-1940”, Βιβλιόραμα, 2006, (3) Βικιπαίδεια, (4) Αναδημοσιευμένο βιογραφικό σημείωμα του ίδιου (1964). Η εικόνα προέρχεται από πίνακα του Κωνσταντίνου Παρθένη.